Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Οι πνιγμένοι

Σηκώθηκε να σφαλίσει το παντζούρι που ξεμανταλώθηκε και χτυπούσε πάνω στο ντουβάρι. Καθώς άνοιξε, ο αέρας που κατέβαινε από τη μεριά του δάσους, όρμησε μανιασμένος στο μικρό δωμάτιο. Σφάλισε γρήγορα το παραθυρόφυλλο και τυλίχτηκε στο μάλλινο μεσοφόρι της. Σκάλισε τα κάρβουνα στο τζάκι, έριξε ένα κούτσουρο, σκέπασε τα παιδιά κι έβαλε να φτιάξει έναν κριθαρένιο καφέ.

Της είχε τάξει πως θα της φέρει καφέ κανονικό από την Καρδίτσα όταν θα ερχόταν για τα Χριστούγεννα. Χαμογέλασε στη σκέψη. Βάλθηκε να φουκαλίζει, να συγυρίζει, να σιάζει το σπίτι.

Το πρώτο φως της ημέρας πέρασε μέσα από το ανατολικό παράθυρο την ώρα που έβαζε την κατσαρόλα στην πυροστιά για τον πρωινό τραχανά. Στάθηκε πίσω από το τζάμι κι αγνάντεψε. Δεν μπορούσε ακόμα να συνηθίσει τον μεγάλο ασημένιο υδάτινο όγκο που σκέπαζε τον ορίζοντα απ’ άκρη σε άκρη. Δεν πάει χρόνος που στην ίδια θέση απλωνόταν τα ...